Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφωτιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

storia illumini`sta ~m~

διαφωτίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διαφωτιστής ^-ής, ο^]
2 storia illumini`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφωτισμός διαφωτιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---