Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαχειριστής
ουσιαστικό αρσενικό amministrato`re ~m~; gesto`re ~m~ διαχειρίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διαχειρίστρια ^-ας, ο^] 2 amministratri`ce ~f~; gestri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |