Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαχέομαι
ρήμα παθητικό

lo stesso che [διαχύνομαι]

διαχέω
ρήμα μεταβατικό

lo stesso che [διαχύνω]

διαχύνομαι
ρήμα παθητικό

1 compenetra`re
2 permea`re

διαχύνω  
ρήμα μεταβατικό

effo`ndere; emana`re; diffo`ndere τα λουλούδια διαχέουν ένα γλυκό άρωμα==i fiori emanano un dolce profumo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαχειρίστρια διαχεόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---