Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάχυση
ουσιαστικό θηλυκό 1 fisica diffusio`ne ~f~ διάχυση του φωτός==diffusione della luce 2 effusio`ne ~f~ τον υποδέχτηκαν με πολλές διαχύσεις==è stato accolto con molte effusioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |