Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαχρονικός  
επίθετο

1 linguistica diacro`nico διαχρονική γλωσσολογία==linguistica diacronica
2 che perdu`ra, che dura nel tempo, che ha un valo`re duratu`ro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαχρονία διαχρονικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---