Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαχείριση  
ουσιαστικό θηλυκό

amministrazio`ne ~f~, gestio`ne ~f~ ανέλαβα τη διαχείριση της πολυκατοικίας==ho assunto l'amministrazione del condominio

διαχείρισις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διαχείριση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαχειρίζομαι διαχειριστής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η κρατική διαχείριση = amministrazione [θηλ.] statale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---