Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαφωτίζω
ρήμα μεταβατικό 1 chiari`re; delucida`re διαφωτίζω ένα ζήτημα==chiarire una questione 2 illumina`re; informa`re μπορείς να με διαφωτίσεις επ' αυτού;==puoi illuminarmi in merito? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |