Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφώτιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 chiarime`nto ~m~; delucidazio`ne ~f~
2 informazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφωτίζω διαφωτισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---