Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασφαλιστικός [επίθ.] ασφυκτικώτατος [επίθ.]
ασφαλίστρια [θηλ.ουσ] ασφυκτικώτερος [επίθ.]
ασφάλιστρο {ασφαλίστρ... ασφυκτιώ ασφυκτιά, ...
ασφαλτικός [επίθ.] ασφυκτιών [επίθ.]
άσφαλτο {2} η, gen της... ασφυξία [θηλ.ουσ]
άσφαλτος {1} [επίθ.] ασφυξιογόνος [επίθ.]
άσφαλτος {2} {ασφάλτου ... ασφυχτικά [επίρ.]
ασφαλτοστρωμένος [επίθ.] ασφυχτικός [επίθ.]
ασφαλτοστρώνω {ασφαλτόστ... ασφυχτικότατος [επίθ.]
ασφαλτόστρωση [θηλ.ουσ] ασφυχτικότερος [επίθ.]
ασφαλτόστρωτος [επίθ.] ασφυχτιώ ασφυκτιά, ...
ασφαλτοτάπης ο gen ασφα... άσχετα [επίρ.]
ασφαλτούχος [επίθ.] άσχετος [επίθ.]
ασφαλτωμένος [επίθ.] ασχετοσύνη [θηλ.ουσ]
ασφαλτώνομαι [ρ. παθ.] ασχετούτσικος [επίθ.]
ασφαλτώνω {ασφάλτω-σ... άσχημα [επίρ.]
ασφάλτωση [θηλ.ουσ] ασχημαίνω ipf ασχήμα...
ασφαλώς [επίρ.] ασχημαίνω ipf ασχήμα...
άσφιχτος [επίθ.] ασχημάτιστος [επίθ.]
ασφόγγιστος [επίθ.] ασχήμια, (raro) ασχημιά [θηλ.ουσ]
ασφόδελος {-ου κ. -έ... ασχημία {ασχημιών}
ασφράγιστος [επίθ.] ασχημίζω ipf ασχήμι...
ασφυκτικός [επίθ.] ασχήμισμα [ουσ ουδ.]
ασφυκτικότατος [επίθ.] ασχημομούρης [επίθ.]
ασφυκτικότερος [επίθ.] άσχημος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: