Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασφυκτικός
επίθετο irrespira`bile; soffoca`nte; asfissia`nte ((anche in senso figurato)) ασφυκτικότατος επίθετο superlativo di [ασφυχτικός] ασφυκτικότερος επίθετο comparativo di [ασφυχτικός] ασφυκτικώτατος επίθετο superlativo di [ασφυχτικός] ασφυκτικώτερος επίθετο comparativo di [ασφυχτικός] ασφυχτικός επίθετο variante di [ασφυκτικός] ασφυχτικότατος επίθετο superlativo di [ασφυχτικός] ασφυχτικότερος επίθετο comparativo di [ασφυχτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |