Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασφράγιστος  
επίθετο

1 non timbra`to; senza ti`mbro ασφράγιστο έγγραφο==documento che non è stato convalidato con un timbro
2 non sigilla`to
3 dente caria`to; da ottura`re
4 dente sano; privo di otturazio`ni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασφόδελος ασφυκτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---