Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασφυξία  
ουσιαστικό θηλυκό

asfissi`a ~f~; soffocame`nto ~m~ πεθαίνω από ασφυξία==morire soffocato, asfissiato, per asfissia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασφυκτιών ασφυξιογόνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---