Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασχημάτιστος  
επίθετο

1 info`rme; che non è anco`ra forma`to o non è completame`nte forma`to; non sviluppa`to ασχημάτιστο κοριτσάκι==ragazzina dal corpo acerbo
2 ((figurato)) non anco`ra costitui`to; non anco`ra organizza`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασχημαίνω ασχήμια, (raro) ασχημιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---