Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασχήμια, (raro) ασχημιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 brutte`zza ~f~ η ασχήμια του δεν περιγράφεται==è di una bruttezza indescrivibile | τέρας ασχήμιας==mostro di bruttezza
2 ((figurato)) sconce`zza ~f~; sozzura ~f~; porcheria ~f~; oscenità ~f~ να πας να κάνεις αλλού τις ασχήμιες σου!==va' altrove a fare le tue porcherie! | διαπράττω ασχημίες==compiere delle oscenità

ασχημία  
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [α|σχή|μια], usata spesso per il senso figurato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασχημάτιστος ασχημίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---