Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσκημος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό variante di [άσχημος ^-η, -ο^] ασκημότατος επίθετο superlativo di [άσχημος] ασκημότερος επίθετο comparativo di [άσχημος] άσχημος επίθετο 1 bru`tto δε μου φαίνεται και τόσο άσχημος==non mi sembra poi così brutto | φορούσε ένα άσχημο πανωφόρι==portava un brutto cappotto 2 brutto; catti`vo; spiace`vole; diffi`cile άσχημος καιρός==brutto, cattivo tempo | άσχημα νέα==brutte notizie | δεν είναι άσχημη ιδέα==non è una cattiva idea | είχε πολύ άσχημη γέννα==ha avuto un parto molto difficile 3 brutto; indece`nte; sconvenie`nte; indegno ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκανες==è stato molto brutto quello che hai fatto ασχημότατος επίθετο superlativo di [άσχημος] ασχημότερος επίθετο comparativo di [άσχημος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |