Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασχολιέμαι
ρήμα παθητικό variante di [ασχολούμαι] ασχολούμαι ρήμα παθητικό 1 occupa`rsi ασχολείται με αγοραπωλησίες ακινήτων==si occupa della compravendita di immobili | με τι ασχολείστε; — ασχολούμαι με τα οικιακά==qual è la sua occupazione?, di che cosa si occupa? — sono casalinga 2 occupa`rsi; interessa`rsi ασχολείται όλη μέρα με τα εγγόνια του==si occupa tutto il giorno dei suoi nipotini | δεν ασχολείται αρκετά με τα παιδιά του==non si occupa abbastanza dei figli | με τι ασχολείσαι τον ελεύθερο χρόνο σου;==di che cosa ti occupi nel tuo tempo libero? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |