Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαταίριαγος
επίθετο variante di [αταίριαστος] αταίριαστος επίθετο 1 male assorti`to; male accoppia`to αταίριαστο ζευγάρι==coppia male assortita | έπιπλα αταίριαστα μεταξύ τούς==mobili male accoppiati 2 spaia`to απ' τη βιασύνη τον φόρεσε αταίριαστες κάλτσες==per la fretta si è messo calzini spaiati 3 inada`tto; che non si addi`ce; non ada`tto; inada`tto; sconvenie`nte; disdice`vole φόρεμα αταίριαστο με την περίσταση==abito non adatto per l'occasione | φέρσιμο αταίριαστο για έναν κύριο==comportamento disdicevole per un signore αταίριαχτος επίθετο variante di [αταίριαστος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |