Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατακτοποίητος
επίθετο

1 maltenu`to
2 scia`tto
3 trasanda`to

αταχτοποίητος  
επίθετο

1 non sistema`to; non messo in o`rdine; disordina`to; in diso`rdine αταχτοποίητο δωμάτιο==stanza in disordine
2 non regolato; in sospeso; non pagato αταχτοποίητος λογαριασμός==conto non regolato
3 persona che non si è ancora sistemato δε θέλει να τον παντρευτεί, είναι ακόμη αταχτοποίητος==non vuole sposarlo, perché non si è ancora sistemato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άτακτα άτακτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---