Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άτεγκτος  
επίθετο

che non scende a comprome`ssi; ri`gido; duro; inflessi`bile; inesora`bile σε ζητήματα ηθικής είναι άτεγκτος==in tema di morale non scende a compromessi | άτεγκτος κριτής==giudice inflessibile, inesorabile, duro

άτεχτος
επίθετο

variante di [άτεγκτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άτεγκτα ατειάφιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---