Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άτακτος  
επίθετο

1 disordina`to; confu`so ο εχθρός τράπηκε σε άτακτη φυγή==il nemico fu costretto a una fuga disordinata
2 sregola`to; irregola`re άτακτος βίος==vita sregolata | άτακτος σφυγμός==polso irregolare | άτακτα στρατεύματα==truppe irregolari
3 indisciplina`to; disubbidie`nte; mone`llo είναι πολύ άτακτος στο σχολείο==è molto indisciplinato a scuola

άταχτος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [άτακτος]

άταχτος
επίθετο

variante di [άτακτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατακτοποίητος ατάκτως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---