Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαταξία
ουσιαστικό θηλυκό 1 diso`rdine ~m~; confusio`ne ~f~ η αταξία επικρατεί, στη χώρα==il disordine regna nel paese 2 irregolarità ~f~ διαχειριστικές αταξίες==irregolarità amministrative 3 απειθαρχία marache`lla ~f~ κάνει ένα σωρό αταξίες στην τάξη==in classe ne combina di tutti i colori | έκανε τις αταξίες του, σαν νέος που ήταν==quand'era giovane, qualche marachella l'ha fatta anche lui permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |