Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατάραγα
επίρρημα

variante di [ατάραχα]

ατάραχα  
επίρρημα

impassibilmente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αταξινόμητος ατάραγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---