Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαταραξία
ουσιαστικό θηλυκό 1 calma ~f~; tranquillità ~f~ τίποτα δεν ενοχλεί την αταραξία του==niente altera la sua serenità 2 impassibilità ~f~; imperturbabilità ~f~ δέχτηκε την είδηση με εκπληκτική αταραξία==accolse la notizia con sorprendente imperturbabilità 3 filosofia atarassi`a ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |