Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατάραγος
επίθετο

variante di [ατάραχος]

ατάραχος  
επίθετο

1 calmo; sere`no; tranqui`llo τα ατάραχα νερά της λίμνης==le calme acque del lago
2 impassi`bile; imperturba`bile συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα τον ατάραχος==continuò imperturbabile a leggere il giornale
3 indiffere`nte; impassi`bile έμεινε ατάραχος μπροστά στο φρικτό θέαμα==davanti a quello spettacolo orribile, rimase impassibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατάραγα ατάρακτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---