Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόατέλεια{1}
ουσιαστικό θηλυκό dife`tto ~m~; imperfezio`ne ~f~; manchevole`zza ~f~; pecca ~f~ στενοχωριόταν για τις ατέλειες του προσώπου της==si angustiava per le imperfezioni del suo viso ατέλεια{2} ουσιαστικό θηλυκό esenzio`ne ~f~ fisca`le; franchi`gia ~f~ τελωνειακή ατέλεια==franchigia doganale | ταχυδρομική ατέλεια==franchigia postale permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη φορολογική ατέλεια αποσκευών = franchigia [θηλ.] bagaglio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |