GrecoItaliano


ατέλεια{1}  
ουσιαστικό θηλυκό

dife`tto ~m~; imperfezio`ne ~f~; manchevole`zza ~f~; pecca ~f~ στενοχωριόταν για τις ατέλειες του προσώπου της==si angustiava per le imperfezioni del suo viso

ατέλεια{2}
ουσιαστικό θηλυκό

esenzio`ne ~f~ fisca`le; franchi`gia ~f~ τελωνειακή ατέλεια==franchigia doganale | ταχυδρομική ατέλεια==franchigia postale

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η φορολογική ατέλεια αποσκευών = franchigia [θηλ.] bagaglio



Sfoglia il dizionario




{{ID:ATELEIA100}}
---CACHE---