Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατελείωτος  
επίθετο

1 infini`to; intermina`bile το ταξίδι μού φάνηκε ατελείωτο==il viaggio mi sembrò interminabile | ατελείωτες διαμάχες==dispute interminabili | ατέλειωτες συζητήσεις==discussioni a non finire
2 sconfina`to; stermina`to μια ατέλειωτη πεδιάδα==una pianura sconfinata
3 ημιτελής incompiu`to; incomple`to άφησε το μυθιστóρημά του ατελείωτο==lasciò incompleto il suo romanzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατελείωτα ατελέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---