Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατελιέ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 atelier ~m~
2 stu`dio ~m~ ατελιέ μόδας==atelier di moda, sartoria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατελής{2} ατελώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---