Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατζαμής  
επίθετο

perso`na ~f~ inespe`rta, malde`stra; schia`ppa ~f~

ατζαμού
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ατζαμής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άτεχτος ατζαμίδικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---