Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατενίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 fissa`re intensame`nte; guarda`re fissame`nte; punta`re lo sgua`rdo; contempla`re ατένιζε το πλοίο πού απομακρυνόταν==fissava la nave che si stava allontanando | ατενίζω το πανοραμικό τοπίο==contemplare il panorama
2 mira`re; aspira`re; te`ndere ατενίζω ένα καλύτερο μέλλον==aspirare a un futuro migliore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατενής ατέντωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---