Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασωτία
ουσιαστικό θηλυκό 1 dilapidazio`ne ~f~; dissipazio`ne ~f~; prodigalità ~f~; spreco ~m~; spe`rpero ~m~ 2 dissolute`zza ~f~; dissipate`zza ~f~; intempera`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |