Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασχολία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 occupazio`ne ~f~; divertimento ~m~; hobby ~m~ το ψάρεμα είναι η αγαπημένη του ασχολία==la pesca è la sua occupazione preferita
2 lavoro ~m~; occupazione ~f~ είναι χωρίς ασχολία==è senza lavoro
3 impegno ~m~; attività ~f~ έχω πολλές ασχολίες==avere molti impegni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασχημότερος ασχολίαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---