Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασκημαίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [ασχημαίνω]

ασχημαίνω  
ρήμα μεταβατικό

imbrutti`re; re`ndere brutto τα κοντά μαλλιά την ασχημαίνουν==i capelli corti la imbruttiscono

ασχημαίνω
ρήμα αμετάβατο

imbrutti`re; diveni`re brutto; imbrutti`rsi ασχήμυνε απ' την πολύ σκληρή δίαιτα==dopo quella dieta troppo rigorosa, è imbruttita

ασχημίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [ασχημαίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασκημάθρωπος ασκημάνθρωπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---