Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασκήμισμα
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ασχήμισμα] ασχήμισμα ουσιαστικό ουδέτερο 1 deturpazio`ne ~f~ 2 sfre`gio ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |