Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσκημα
επίρρημα variante di [άσχημα] άσχημα επίρρημα ma`le; malame`nte; in malo modo κοιμήθηκα άσχημα==ho dormito male | χτύπησε άσχημα==si è fatto molto male | είναι καιρό άνεργος και τα περνάει άσχημα==è disoccupato da tempo e se la passa male | τα περάσαμε άσχημα στο πάρτι==alla festa non ci siamo affatto divertiti | τα πέρασα άσχημα στο Λονδίνο==mi sono trovato proprio male a Londra | μου φέρθηκε άσχημα==mi ha trattato in malo modo | μαλώσαμε άσχημα==abbiamo litigato di brutto | δεν είναι κι άσχημα εδώ==non è mica male qui | πώς τα πάτε; — όχι κι άσχημα==come va? — non c'è male | μυρίζει άσχημα==c'è un cattivo odore | την έχει άσχημα==le cose si mettono male per lui, è in pericolo | το πήρε άσχημα==se 1'è presa a male permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααισθάνομαι άσχημα = sentirsi male Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |