Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσχετος
επίθετο 1 estra`neo; non attine`nte; senza nessu`na relazio`ne; indipende`nte τα δυο γεγονότα είναι άσχετα μεταξύ τους==non c'è nessuna relazione tra i due fatti, i due fatti sono indipendenti tra di loro | άτομα άσχετα προς την οικογένεια==persone estranee alla famiglia | αυτό είναι άσχετο==questo non c'entra; questo non ha niente a che vedere, fare 2 ((spregiativo)) αδαής incompete`nte; ignora`nte είναι τελείως άσχετος ο άνθρωπος!==è assolutamente incompetente! 3 non intendito`re; non conoscito`re είναι άσχετος με τη μουσική==non si intende per niente di musica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |