Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσφαλτο {2}
ουσιαστικό θηλυκό variante di [άσφαλτος] άσφαλτος {1} επίθετο infalli`bile άσφαλτος {2} ουσιαστικό θηλυκό asfa`lto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |