Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασφαλιστικός
επίθετο 1 assicurati`vo; assicurato`re; delle assicurazio`ni ασφαλιστική εταιρεία==società assicuratrice; compagnia di assicurazione | ασφαλιστικές παροχές==prestazioni assicurative 2 diritto cautela`re; cautelati`vo τα ασφαλιστικά μέτρα==procedimento giurisdizionale cautelare 3 di sicure`zza ασφαλιστική δικλείδα==valvola di sicurezza permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ασφαλιστική θυρίδα = cassetta [θηλ.] di sicurezza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |