Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασφάλιση
ουσιαστικό θηλυκό assicurazio`ne ~f~; l'assicura`re η ασφάλιση των αυτοκινήτων είναι υποχρεωτική==l'assicurazione delle macchine è obbligatoria | κοινωνική ασφάλιση==assicurazione sociale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |