Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασφαλιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

assicurato`re ~m~; age`nte ~m~ assicurati`vo

ασφαλίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ασφαλιστής ^-ή, ο^]
2 assicuratri`ce ~f~; age`nte ~f~ assicurati`vo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασφαλιστήριο ασφαλιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---