Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασφαλίζομαι
ρήμα παθητικό

1 assicura`rsi
2 garanti`rsi

ασφαλίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 assicura`re; stipula`re un'assicurazio`ne ασφάλισε τα κοσμήματά της==ha assicurato i gioielli
2 assicura`re; garanti`re ασφάλισε το μέλλον των παιδιών τον==ha assicurato il futuro dei figli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασφαλής ασφαλιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---