Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασφαλέστατος
επίθετο superlativo di [ασφαλής] ασφαλέστερος επίθετο comparativo di [ασφαλής] ασφαλής επίθετο 1 sicu`ro; certo; sta`bile; saldo ασφαλές μέλλον==futuro sicuro 2 sicu`ro; non pericolo`so; non rischio`so; senza peri`coli ασφαλής μέθοδος αντισύλληψης==sicuro metodo anticoncezionale | έχει κρύψει τα λεφτά του σε ασφαλές μέρος==ha nascosto i suoi soldi in un posto sicuro 3 ((figurato)) sicu`ro; certo; fonda`to; attendi`bile ασφαλής πηγή πληροφοριών==fonte di informazione attendibile permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαείμαι ασφαλής = essere al sicuro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |