Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασφάλεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 sicure`zza ~f~ εγγυώμαι την ασφάλεια κάποιου==garantire la sicurezza di qualcuno | δε νιώθω ασφάλεια==non sentirsi sicuro | θυρίδα ασφαλείας==cassetta di sicurezza | κλειδαριά ασφαλείας==serratura di sicurezza | σπίρτα ασφαλείας==fiammiferi di sicurezza | δημόσια ασφάλεια==sicurezza pubblica | μέτρα ασφαλείας==misure di sicurezza | φυλακή υψίστης ασφαλείας==carcere di massima sicurezza 2 εξασφάλιση assicurazio`ne ~f~ ασφάλεια πυρός==assicurazione contro gli incendi | ασφάλεια ζωής==assicurazione sulla vita | ασφάλεια κλοπής==assicurazione contro il furto | ασφάλεια αστικής ευθύνης==assicurazione per la responsabilità civile 3 meccanica conge`gno ~m~, dispositi`vo ~m~ di sicure`zza ασφάλεια (πόρτας) αυτοκινήτου==sicura (della macchina) | ασφάλεια όπλου==sicura (dell'arma) 4 elettricità va`lvola ~f~; fusi`bile ~m~ έπεσε η ασφάλεια του ηλεκτρικού==è saltata la valvola 5 polizi`a ~f~; pu`bblica sicure`zza ~f~ 6 questu`ra ~f~ τον πήγαν στην ασφάλεια==lo portarono in questura permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ζώνη ασφαλείας = cintura [θηλ.] di sicurezza || ο μηχανισμός ασφαλείας = dispositivo [αρσ.] di sicurezza || η απόσταση ασφαλείας = distanza [θηλ.] di sicurezza || οι κανόνες [m.] ασφάλειας = norme [θηλ. πλυθ.] di sicurezza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |