Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασκημούτσικος [επίθ.] ασκούμενος [επίθ.]
ασκημοφέρνω [ρ.αμτβ.] ασκούμενος [ουσ αρσ ]
άσκηση {-ης κ. -ή... ασκούντιστος [επίθ.]
ασκητεία [θηλ.ουσ] ασκούπιστος [επίθ.]
ασκητεύω {ασκήτεψα}... ασκούριαστος [επίθ.]
ασκητής ο, pl ασκη... Ασκραία [θηλ.ουσ]
ασκητικός [επίθ.] Άσκρη [θηλ.ουσ]
ασκητικότητα [θηλ.ουσ] ασκώ {ασκείς......
ασκητισμός {χωρ. πληθ... άσμα {άσμ-ατος ...
ασκί {ασκ-ιού |... άσμιγος [επίθ.]
Ασκίδια [ουσ ουδ πληθ.] ασμίκρυντος [επίθ.]
ασκίδιο [ουσ ουδ.] ασμίλευτος [επίθ.]
Ασκληπιός [κύρ.όν. αρσ.] άσμιχτος [επίθ.]
ασκληραγώγητος [επίθ.] ασορτί [επίθ.]
ασκοειδής {ασκοειδ-ο... άσος {λαϊκ. ασα...
ασκοντάβλα [θηλ.ουσ] ασουβάντιστος [επίθ.]
άσκοπα [επίρ.] ασούγλιστος [επίθ.]
άσκοπος [επίθ.] ασουλούπωτος [επίθ.]
ασκοπουγγίτσιν [ουσ ουδ.] ασουρέ [ουσ ουδ.]
ασκόπως [επίρ.] άσπαγος [επίθ.]
ασκορβικός [επίθ.] ασπάζομαι {ασπάσ-τηκ...
ασκορδαλλός [ουσ αρσ ] ασπάλαθος [ουσ αρσ ]
ασκός [ουσ αρσ ] ασπάλακας {ασπαλάκων...
ασκότιστος [επίθ.] ασπάραγος [επίθ.]
ασκούμαι [ρ. παθ.] ασπασμός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: