Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ασμίκρυντος
επίθετο
variante di
[αμίκρυντος]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< άσμιγος
ασμίλευτος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ασκραία
[θηλ.ουσ]
Άσκρη
[θηλ.ουσ]
ασκώ
{ασκείς......
άσμα
{άσμ-ατος ...
άσμιγος
[επίθ.]
ασμίκρυντος
[επίθ.]
ασμίλευτος
[επίθ.]
άσμιχτος
[επίθ.]
ασορτί
[επίθ.]
άσος
{λαϊκ. ασα...
ασουβάντιστος
[επίθ.]
ασούγλιστος
[επίθ.]
ασουλούπωτος
[επίθ.]
ασουρέ
[ουσ ουδ.]
άσπαγος
[επίθ.]
ασπάζομαι
{ασπάσ-τηκ...
ασπάλαθος
[ουσ αρσ ]
ασπάλακας
{ασπαλάκων...
ασπάραγος
[επίθ.]
ασπασμός
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis