Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασορτί
επίθετο assorti`to; intona`to παπούτσια με ασορτί τσάντα==scarpe intonate alla borsa | κουρτίνες ασορτί με την επίπλωση==tende intonate all'arredamento ασσορτί επίθετο variante di [ασορτί] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |