Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 canto ~m~; canzo`ne ~f~ κύκνειο άσμα==il canto del cigno 2 ((per estensione)) canto ~m~ (d'uccello) 3 religione ca`ntico ~m~ το «Άσμα Ασμάτων»==il «Cantico dei Cantici» 4 letteratura canto ~m~; ca`ntica ~f~ τα άσματα της «Θείας Κωμωδίας»==i canti de «La Divina Commedia» permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |