Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασκούμαι
ρήμα παθητικό

esercita`rsi; allena`rsi ασκείται καθημερινά στο πιάνο==si esercita quotidianamente al pianoforte

ασκώ  
ρήμα μεταβατικό

esercita`re; pratica`re ασκώ τη μνήμη μου==esercitare la memoria | ασκώ ένα επάγγελμα==esercitare, praticare una professione | ασκώ τα πολιτικά μου δικαιώματα==esercitare i propri diritti politici | ασκώ πιέσεις==esercitare pressioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασκότιστος ασκούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---