Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασκούπιστος  
επίθετο

1 non scopa`to; non spazza`to; sporco άφησε το δωμάτιο ασκούπιστο==lasciò la stanza tutta sporca
2 non asciuga`to; bagna`to μην αφήνεις τα μαλλιά σου ασκούπιστα, θα κρυώσεις==non stare coi capelli bagnati, prenderai un raffreddore!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασκούντιστος ασκούριαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---