Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσος
ουσιαστικό αρσενικό 1 asso ~m~ άσος μπαστούνι==asso di picche 2 ((figurato)) campio`ne ~m~ είναι άσος στο τιμόνι==è un asso del volante άσσος ουσιαστικό αρσενικό variante di [άσος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |