Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασπίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 scudo ~m~ ((anche in senso figurato)) 2 zoologia a`spide ~m~ ασπίς ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ασπίδα ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |